αδικιάρης

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

-α και -ισσα, -ικο αδικία
ο επιρρεπής στο να αδικεί τους άλλους, ο φιλάδικος, ο άδικος.