αδιόρθωτος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιόρθωτος, -ον) διορθώνω, διορθῶ]]
1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί
2. ατακτοποίητος, άτακτος
3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος βελτιώσεως
2. (για πράγματα) ανεπισκεύαστος, μη επιδεκτικός επισκευής.