αδοκίμαστος

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδοκίμαστος, -ον) δοκιμάζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν δοκιμάσθηκε, που δεν εξετάσθηκε ή δεν ελέγχθηκε
2. που δεν πέρασε από δοκιμασίες, από βάσανα
αρχ.
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε στην προβλεπόμενη από τους νόμους δοκιμασία (για την εκλογή σε αξίωμα, για την εγγραφή σε ειδικούς καταλόγους κ.λπ.)
2. αυτός που δεν εξασκήθηκε, ανάσκητος.