αδοκίμαστος

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδοκίμαστος, -ον) δοκιμάζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν δοκιμάσθηκε, που δεν εξετάσθηκε ή δεν ελέγχθηκε
2. που δεν πέρασε από δοκιμασίες, από βάσανα
αρχ.
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε στην προβλεπόμενη από τους νόμους δοκιμασία (για την εκλογή σε αξίωμα, για την εγγραφή σε ειδικούς καταλόγους κ.λπ.)
2. αυτός που δεν εξασκήθηκε, ανάσκητος.