δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀειλαμπής, -ές (AM)ο πάντοτε φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + λάμπω.