Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αεριστήρας

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

και αεριστής, ο αερίζω
1. συσκευή για την τεχνητή ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους (ανεμιστήρας, εξαεριστήρας κ.λπ.)
2. μικρό παράθυρο και γενικά άνοιγμα, που διευκολύνει στον αερισμό ενός χώρου, όπου η διέλευση του αέρα είναι δύσκολη ή σχεδόν αδύνατη (πρβλ. φεγγίτης).