αερόφιλος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
-η, -ο
αυτός που αγαπά τον καθαρό αέρα, ο φίλος της ζωής της υπαίθρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + φίλος].