αερόφιλος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αγαπά τον καθαρό αέρα, ο φίλος της ζωής της υπαίθρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + φίλος].