αζηλία

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

η (Α ἀζηλία) ἄζηλος
νεοελλ.
έλλειψη ζήλου, κλίσεως σε κάτι
αρχ.
1. η έλλειψη ζήλειας ή φθόνου
2. (για ύφος) έλλειψη επιτηδεύσεως, απλότητα.