αηδονολάλημα

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056

Greek Monolingual

το αηδονολαλώ
1. κελάηδημα αηδονιού
2. γλυκό τραγούδι
3. στον πληθ. φλυαρίες.