στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
1. τραγουδώ γλυκά σαν αηδόνι, γλυκολαλώ
2. (ειρωνικά) φλυαρώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδόνι + λαλώ.
ΠΑΡ. αηδονολάλημα].