αθηνιώτικος

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αθηνιώτης
1. ο αθηναϊκός
2. το ουδ. ως ουσ. το αθηνιώτικο
όψιμο, μεγαλόρωγο και χοντρόφλουδο σταφύλι, ο σιδερίτης.