αθροίσιμος
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀθροίσιμος, -ον) άθροιση
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να αθροιστεί, να προστεθεί
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην άθροιση
Ιδιαίτερα στη φρ. «ἀθροίσιμος ἡμέρα», ημέρα κατά την οποία οι πιστοί συγκεντρώνονται στην εκκλησία.