αθροίσιμος

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀθροίσιμος, -ον) άθροιση
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να αθροιστεί, να προστεθεί
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην άθροιση
Ιδιαίτερα στη φρ. «ἀθροίσιμος ἡμέρα», ημέρα κατά την οποία οι πιστοί συγκεντρώνονται στην εκκλησία.