αιμάτωμα

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

Greek Monolingual

το Ιατρ.
συλλογή αίματος σε κοιλότητα ή ιστό του σώματος ως αποτέλεσμα αιμορραγίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. (αι)μάτωμα παράγεται από το ρ. (αι)ματώνω. Ο επιστημον. όρος αιμάτωμα προέρχεται από το haematoma, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < ρ. αἱματῶ (-όω)].