δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ο1. κόσκινο κατάλληλο για το ξεχώρισμα του σιταριού από την αίρα2. ως επίθ. αιριάρης, -a, -ικο, αυτός που περιέχει αίρα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίρα.ΠΑΡ. αιριαρίζω].