αιριάρης

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ο
1. κόσκινο κατάλληλο για το ξεχώρισμα του σιταριού από την αίρα
2. ως επίθ. αιριάρης, -a, -ικο, αυτός που περιέχει αίρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίρα.
ΠΑΡ. αιριαρίζω].