ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
-ή, -ό (Α αἰτηματικός, -ή, -όν) αἴτημα1. αυτός που υποβάλλει αίτημα2. ο απαιτητικός.