αιτωλικός
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
-ή, -ό (Α αἰτωλικός, -ή, -όν) Αἰτωλός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αιτωλία ή στους Αιτωλούς.