ακέστωρ

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source

Greek Monolingual

ἀκέστωρ (-ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α)
ο ακεστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία.