ακαιρολογώ
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(Μ ἀκαιρολογῶ, -έω) ἀκαιρολόγος
μιλώ σε ακατάλληλες περιστάσεις φλυαρώ, μωρολογώ.