ακανθόλυση

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79

Greek Monolingual

η Ιατρ.
απώλεια της συνοχής τών κυττάρων της ακανθωτής στιβάδας της επιδερμίδας. Χαρακτηριστική για πολλές δερματοπάθειες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < acanthotysis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άκανθα + λύσις (-η)].