ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
ἀκατάλλακτος, -ον (Α) καταλλάσσωεκείνος που δεν συμφιλιώνεται, ο αδιάλλακτος (Διόδ. 12, 20).