ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
ἀκατάλλακτος, -ον (Α) καταλλάσσωεκείνος που δεν συμφιλιώνεται, ο αδιάλλακτος (Διόδ. 12, 20).