ακατάλλακτος

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

ἀκατάλλακτος, -ον (Α) καταλλάσσω
εκείνος που δεν συμφιλιώνεται, ο αδιάλλακτος (Διόδ. 12, 20).