ακριτόφυλος

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

ἀκριτόφυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει άπειρες φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκριτος + -φυλος < φυλή.