ακριτόφυλος

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source

Greek Monolingual

ἀκριτόφυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει άπειρες φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκριτος + -φυλος < φυλή.