καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin
ἀκριτόφυλος, -ον (Α)αυτός που έχει άπειρες φυλές.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκριτος + -φυλος < φυλή.