ακροβόλος

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

ἀκροβόλος, -ον (Α)
ο ακροβολιστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκροβολῶ].