Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακροσχιδής

From LSJ

Greek Monolingual

ἀκροσχιδής (-οῦς), -ὲς (Α)
αυτός που είναι σχισμένος, χωρισμένος στα άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -σχιδὴς < σχίζω.