αλαβαστροειδής

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλαβαστροειδής)
1. ο όμοιος με αλάβαστρο
2. ο λείος και λαμπερός σαν αλάβαστρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλάβαστρο(ν) + -ειδής < εἶδος.