αλεπόμουτρο

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

το 1. το πρόσωπο της αλεπούς
2. (για πρόσωπα) πονηρός, δόλιος, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + μούτρο].