οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
ἁλιναιέτης, ο (Α)
αυτός που κατοικεί, που διαβιεί στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (<ἃλς) + -ναιέτης < ναίω, ναιετῶ «κατοικώ, διαμένω»].