αλκυονίδες
From LSJ
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
Greek Monolingual
οι (Α ἀλκυονίδες, αἱ) (ενν. ημέρες ή ἡμέραι)
1. (κυριολ.) ημέρες καλοκαιρίας στην καρδιά του χειμώνα
2. μτφ. ευτυχισμένες, γαλήνιες ημέρες ανάμεσα σε δύσκολες και δυσάρεστες περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πληθ. της λ. ἀλκυονὶς με χρήση επιθέτου].