αλλεργία

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

η
1. (Βιολ. -Ιατρ.)
αντίδραση υπερευαισθησίας του οργανισμού σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα (αλλεργιογόνα), η οποία διαφέρει από τη συνηθισμένη συμπεριφορά του
2. αποστροφή, αηδία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < ἄλλος + -εργία πρβλ. αγγλ. allergy].