αλλογνώμων
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
Greek Monolingual
ἀλλογνώμων (-ονος), ο (ΑΜ)
1. μη σταθερός, ευμετάβλητος
2. αυτός που έχει παράξενες γνώμες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -γνώμων < γνώμη].