αλλόγλωσσος
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλόγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλά ξένη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -γλωσσος < αρχ. γλῶσσα.
ΠΑΡ. ἀλλογλωσσία.