αλογάριαστος

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος, απειράριθμος
2. (για υποθέσεις) αδιευθέτητος, ατακτοποίητος
3. αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
4. αυτός που δεν τακτοποίησε, δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στερητ. α- + λογαριαστός < λογαριάζω.