αλογοπάτημα

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

το
1. πάτημα αλόγου
2. ίχνος από πάτημα αλόγου, αλογάχναρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + πάτημα.