αλσοκομία

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

η (Α ἀλσοκομία) ἀλσοκόμος
1. η συντήρηση και επιμέλεια τών δασών
2. το έργο ή η τέχνη του αλσοκόμου.