αλσοφύλακας
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
(-αξ), ο
φύλακας άλσους, δασοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ άλσος + φύλαξ (-ακας)].