μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναι → only the beautiful is the good, only the morally beautiful is good
ο1. αλωνιστής2. στον πληθ. οι αλωνιαραίοι αυτοί που χρησιμοποιούν συνεταιρικά τα άλογά τους στο αλώνισμα, αυτοί που αλωνίζουν συνεταιρικά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάρης.ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάρικος].