αμαξοδρομία

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

η
1. περίπατος με άμαξα, αμαξάδα
2. αγώνας δρόμου με άμαξες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα + -δρομία < -δρόμος < δρόμος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοδρομικός].