διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
-η, -ο μασκαρεύω1. αυτός που δεν μασκαρεύτηκε, δεν μεταμφιέστηκε2. αυτός που δεν διαπομπεύθηκε δημόσια ή αυτός που είναι ηθικά ανεπίληπτος.