αμεροληπτώ

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

(-έω) αμερόληπτος
είμαι αμερόληπτος, φέρομαι αμερόληπτα, δεν κάνω διακρίσεις.