αμπέχονο

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀμπέχονον)
νεοελλ.
παλαιότερα χιτώνιο στρατιωτικής στολής, ιδιαίτερα τών οπλιτών, πολύ εφαρμοστό και με πολλά κουμπιά
αρχ.
η αμπεχόνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταπλασμένος, κατά το γένος, τύπος του αρχ. ἀμπεχόνη
το ουδ. γένος πιθ. κατά το ένδυμα).