αμφαρίστερος

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

ἀμφαρίστερος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που είναι αριστερός και στα δύο χέρια, δηλ. ο ολωσδιόλου αδέξιος και ανεπιτήδειος, ο ανίκανος
2. ο μη αίσιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφ(ι)- + ἀριστερός.