ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
ἀμφιμάχομαι (Α)1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μάχομαι.