αμύνανδρος

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

Greek Monolingual

ἀμύνανδρος, ο (Α)
αυτός που αποκρούει τους εχθρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω + ἀνήρ, ἀνδρὸς (πρβλ. φίλανδρος, μίσανδρος, κύριο όνομα Τέρπανδρος κ.τ.ό.)].