ανάζωστος

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο αναζώνω
αυτός που έχει ζωστεί ψηλά.
(II)
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ζωστεί, άζωστος, ξέζωστος επίρρ. ανάζωστα
χωρίς ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + ζωστός.