ανάνηψη

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀνάνηψις) ἀνανήφω
1. ανάκτηση της νηφαλιότητας, της πνευματικής διαύγειας (από μέθη, οργή κ.λπ.)
2. Ιατρ.
η αποκατάσταση της λειτουργίας της συνειδήσεως ύστερα από μια περίοδο απωλείας της (κώμα, γενική αναισθησία)
μσν.
μετάνοια, μεταμέλεια.