ανάπτυγμα

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

το
αναπτύσσω
1. έκταση, άνοιγμα, άπλωμα κάποιου πράγματος
2. (στη θεραπευτική γλώσσα το εύρος του μετώπου).