ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
η
1. ανάσασμα, αναπνοή
2. μικρό διάλειμμα στην εργασία, ανάπαυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασαίνω, υποχωρητ. (πρβλ. ανασταίνω: ανάστα)].