αναγνωστικό

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

το
βλ. αναγνωστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. του αρχ. επιθ. ἀναγνωστικός, σε χρήση ουσιαστικού, κατά παράλειψη του ουσ. βιβλίο].